
Το πραγματικό του όνομα ήταν Θεόφιλος Χατζημιχαήλ ή Θεόφιλος Κεφαλάς. Γνωστός απλά ως Θεόφιλος.
Δεν θεωρείται τυχαία ο καλύτερος λαϊκός ζωγράφος της νεοελληνικής τέχνης. Το σπουδαίο στοιχείο που κυριαρχεί στο έργο του είναι η ελληνικότητά του και η εικονογράφηση της ελληνικής λαϊκής παράδοσης και ιστορίας.
Το πότε γεννήθηκε ακριβώς ο Θεόφιλος δεν είναι γνωστό.
Θεωρείται ότι γεννήθηκε κατά το διάστημα 1867–1870 στην Βαρειά της Μυτιλήνης. Ο πατέρας του, Γαβριήλ Κεφαλάς (ή Κεφάλας), ήταν τσαγκάρης ενώ η μητέρα του, Πηνελόπη Χατζημιχαήλ, ήταν κόρη αγιογράφου. Όταν ήταν μικρές οι επιδόσεις του στο σχολείο ήταν
μέτριες. Ωστόσο, έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ζωγραφική, την οποία γνώρισε δίπλα στον παππού του.
Η ζωή του ήταν εξαιρετικά δύσκολη εξαιτίας των πικρόχολων σχολίων του κόσμου, επειδή κυκλοφορούσε φορώντας την παραδοσιακή φουστανέλα. Στα δεκαοκτώ του χρόνια εγκατέλειψε το οικογενειακό του περιβάλλον και εργάστηκε ως θυροφύλακας («Καβάσης») στο Ελληνικό Προξενείο της Σμύρνης. Εκεί έμεινε έως το 1897 όταν εγκαταστάθηκε στην πόλη του Βόλου. Εκεί, αναζήτησε διάφορες ευκαιριακές δουλειές, ζωγραφίζοντας σε σπίτια και μαγαζιά της περιοχής. Ακόμα και στις μέρες μας σώζονται τοιχογραφίες που πραγματοποίησε εκεί. Τα περισσότερα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο Πήλιο. Ο κτηματίας Γιάννης Κοντός ήταν ο προστάτης του τότε και για λογαριασμό του, ο Θεόφιλος πραγματοποίησε αρκετά έργα. Η οικία Κοντού αποτελεί σήμερα το Μουσείο Θεόφιλου. Στο Θεόφιλο άρεσε ιδιαίτερα να συμμετέχει στην διοργάνωση λαϊκών θεατρικών παραστάσεων στις εθνικές γιορτές και την περίοδο της Αποκριάς. Εκεί, κρατούσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, άλλοτε ντυμένος σαν Μεγαλέξανδρος, και άλλες φορές σαν ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης. Είναι εντυπωσιακό ότι τον εξοπλισμό και κουστούμια τα έφτιαχνε ο ίδιος.
Το 1927 επέστρεψε στη Μυτιλήνη, όπου παρά τις κοροϊδίες που δέχτηκε από τον κόσμο, συνέχισε να ζωγραφίζει, πραγματοποιώντας αρκετές τοιχογραφίες σε χωριά. Η αμοιβή του ήταν πραγματικά μηδαμινή... Δούλευε για ένα πιάτο φαγητό και λίγο κρασί. Δυστυχώς, πολλά από τα έργα του αυτής της περιόδου έχουν χαθεί, είτε από φυσική φθορά είτε εξαιτίας καταστροφής τους από κατόχους τους.
Ο καταξιωμένος ο τεχνοκριτικός Στρατής Ελευθεριάδης, Teriade, που διέμενε στο Παρίσι, τον συναντά στη Μυτιλήνη. Σε εκείνον οφείλεται η προβολή και η διεθνής αναγνώριση του έργου το, που ωστόσο σημειώθηκε μετά το θάνατό του. Με δικά του έξοδα έγινε η ανέγερση του Μουσείο Θεοφίλου στην Βαρειά το 1964.
Συνήθως χρησιμοποιούσε το επώνυμο της μητέρας του για να υπογράφει τα έργα του. Το μοναδικό, δε, έργο με υπογραφή "Έργο Θεόφιλου Γαβριήλ Κεφαλά" είναι μια εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο σκευοφυλάκιο του Ιερού Ναού Ταξιαρχών στις Μηλιές Πηλίου.
Ο Θεόφιλος έφυγε από τη ζωή στις 24 Μαρτίου του 1924, παραμονές του Ευαγγελισμού, πιθανότατα από τροφική δηλητηρίαση.
Τον Ιούνιο του 1961 εγκαινιάστηκε μεγάλη έκθεση με έργα του στο Μουσείο του Λούβρου. Ο άλλοτε "σοβατζής", ο "φουστανελάς"... θριάμβευσε...
Φωτογραφία Εξωφύλλου, Πίνακας: Ελληνική Εορτή
Για τον πρωτοπόρο της λαϊκής έγραψε ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Γιάννης Τσαρούχης και
ο Γιώργος Σεφέρης.
Ο Οδυσσέας Ελύτης, έγραψε: "Eπιστρέφοντας από την Αμερική, τον Ιούνιο του 1961, σταμάτησα για λίγες μέρες στο Παρίσι και, καθώς βγήκα να χαζέψω στους δρόμους, το πρώτο πράγμα που είδα ήταν, σε μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου όπου συνήθιζα να πηγαίνω άλλοτε, τη μεγάλη αφίσα της Έκθεσης του Θεόφιλου, που είχε ανοίξει ακριβώς εκείνη την εβδομάδα στις αίθουσες του Λούβρου. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά. Ε, λοιπόν, ναι. Υπήρχε δικαιοσύνη σ’ αυτόν τον κόσμο"
Ο Γιάννης Τσαρούχης έγραψε για τον Θεόφιλο:
“...Τη δουλειά του Θεόφιλου μπορούμε να τη χωρίσουμε σε τρεις μεγάλες περιόδους, που ξεχωρίζουν αρκετά μεταξύ τους. Πρώτη είναι η περίοδος της Θεσσαλίας. Όπως είπαμε και στην αρχή, τα έργα τα καμωμένα στη Θεσσαλία, αν εξαιρέσουμε τα πετυχημένα κι αριστουργηματικά του, είναι τις περισσότερες φορές σφιγμένα, με μια τάση για σχέδιο, που σπάνια φτάνει σ’ αποτέλεσμα, ενώ στο χρώμα έχουν μια περιορισμένη κλίμακα που, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις -έχω υπ’ όψη μου μερικά θαυμάσια έργα- έχουν κάτι το σχεδιαστικό και συγχρόνως το σκληρό. Η εποχή της επανόδου του στη Μυτιλήνη αποτελεί τη δεύτερη περίοδο της ζωγραφικής του. ένα είδος δισταγμού μαζί κι επιμέλειας, που υπάρχει στα έργα του Βόλου, εξαφανίζεται εδώ για να δώσει τη θέση του σε μια χρωματική ευφορία, με πλήθος σπάνιους τόνους, λεπτότατους μα και συγχρόνως γεμάτους ευδαιμονία.
Τα έργα αυτά επιζητούν λιγότερο το σχέδιο, μα ίσως στο βάθος να είναι πιο σχεδιασμένα. Το χρώμα τους φτάνει σε μια λάμψη που εκφράζει ευτυχία, ξενοιασιά και, συγχρόνως, εκστατική αυτοσυγκέντρωση. Έχουν μιαν απίστευτη ποιότητα στην ύλη τους, μια δυνατή συνείδηση των κανόνων του έργου τέχνης, με την ανατολίτικη και βυζαντινή σημασία του όρου. Εκεί γύρω στην εποχή που θα συναντήσει τον Τeriade, ίσως όμως και λίγα χρόνια πριν, η ζωγραφική του αλλάζει. Αυτή είναι η τρίτη περίοδός του. Eδώ τα εντυπωσιακά και πολύτιμα χρώματα αρχίζουν να υποχωρούν κάπως, για να δώσουν τη θέση τους σε χρώματα πιο σωστά, πιο ζωγραφικά. Ό,τι ήθελε να κάνει στον Βόλο με το επιμελημένο και σφιχτό σχέδιο, το καταφέρνει τώρα με τα δικά του μέσα: με το χρώμα...”
Ο Γιώργος Σεφέρης συσχέτισε τον Θεόφιλο με τον Μακρυγιάννη στο Βρετανικό Συμβούλιο σε ομιλία του το 1947:
“Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας φτωχός φουστανελάς που είχε τη μανία να ζωγραφίζει. Τον έλεγαν Θεόφιλο. Τα πινέλα του τα κουβαλούσε στο σελάχι του, εκεί που οι πρόγονοί του βάζαν τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους. Τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης, τριγύριζε στα χωριά του Πηλίου και ζωγράφιζε. Ζωγράφιζε ό,τι του παράγγελναν, για να βγάλει το ψωμί του. Υπάρχουν στον Άνω Βόλο κάμαρες ολόκληρες ζωγραφισμένες από το χέρι του Θεόφιλου, καφενέδες στη Λέσβο, μπακάλικα και μαγαζιά σε διάφορα μέρη που δείχνουν το πέρασμά του -αν σώζουνται ακόμη. Ο κόσμος τον περιγελούσε. Του έκαναν μάλιστα και αστεία τόσο χοντρά, που κάποτε τον έριξαν κάτω από μιαν ανεμόσκαλα και τού `σπασαν ένα δυο κόκαλα.
Ο Θεόφιλος, ωστόσο, δεν έπαυε να ζωγραφίζει σε ό,τι έβρισκε. Είδα πίνακές του φτιαγμένους πάνω σε κάμποτο, πάνω σε πρόστυχο χαρτόνι. Τους θαύμαζαν κάτι νέοι που τους έλεγαν ανισόρροπους oι ακαδημαϊκοί. Έτσι κυλούσε η ζωή του και πέθανε ο Θεόφιλος, δεν είναι πολλά χρόνια, και μια μέρα ήρθε ένας ταξιδιώτης από τα Παρίσια. Είδε αυτή τη ζωγραφική, μάζεψε καμιά πενηνταριά κομμάτια, τα τύλιξε και πήγε να τα δείξει στους φωτισμένους κριτικούς που κάθονται κοντά στο Σηκουάνα. Και οι φωτισμένοι κριτικοί βγήκαν κι έγραψαν πως ο Θεόφιλος ήταν σπουδαίος ζωγράφος. Και μείναμε με ανοιχτό το στόμα στην Αθήνα. Το επιμύθιο αυτής της ιστορίας είναι ότι λαϊκή παιδεία δε σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό αλλά και να διδαχτούμε από το λαό.
Θυμούμαι πάντα το Θεόφιλο όταν συλλογίζομαι τον Μακρυγιάννη. Σας έλεγα πως ο Μακρυγιάννης είναι από τις πιο μορφωμένες ψυχές του νέου ελληνισμού, το ίδιο πιστεύω και για το Θεόφιλο, αν η λέξη μόρφωση σημαίνει πνευματική μορφή. Κι αυτή η μόρφωσή τους είναι εξαιρετικά έντονη και δραστήρια. Είναι καταπλητική η έμφυτη ανάγκη που έχουν να εκφραστούν. Εκμηδενίζει όλες τις δυσκολίες. Θυμάται κανείς κάτι πεισματάρικα φυτά, που όταν πιάσει η ρίζα τους, προχωρούν γκρεμίζοντας φράχτες, σπάζοντας ταφόπετρες. Ο Μακρυγιάννης δημιουργεί έκφραση σε κάθε του ώρα. Και με πετραδάκια της θάλασσας (Β΄ 351) ακόμη κάθεται και γράφει την ιδέα του στο χώμα του περιβολιού του, και συμπληρώνει τη σκέψη της μέρας με τα όνειρα που βλέπει στον ύπνο του”.